- διοίγω
- διοίγω1 split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
διοίγω — διοίγνυμι open pres subj act 1st sg διοίγνυμι open pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
συνδιοίγω — Μ ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοίγω «ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό»] … Dictionary of Greek