διοίγω

διοίγω
διοίγω
1 split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διοίγω — διοίγνυμι open pres subj act 1st sg διοίγνυμι open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς …   Dictionary of Greek

  • συνδιοίγω — Μ ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοίγω «ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”